- εντομολογικός
- -ή, -όπου ανήκει ή αναφέρεται στην εντομολογία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εντομολογικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εντομολογία («εντομολογική μελέτη») … Dictionary of Greek